usona

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

usona < uson- + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική usona usonaj
αιτιατική usonan usonajn

usona (eo)

  1. από τις ΗΠΑ, Αμερικανός
    li estis parolanta kun usona ĵurnalisto - μιλούσε με Αμερικανό δημοσιογράφο
  2. από τις ΗΠΑ, αμερικανικός