usona
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | usona | usonaj |
αιτιατική | usonan | usonajn |
usona (eo)
- από τις ΗΠΑ, Αμερικανός
- li estis parolanta kun usona ĵurnalisto - μιλούσε με Αμερικανό δημοσιογράφο
- από τις ΗΠΑ, αμερικανικός