utilidade
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
utilidadão | utilidadões |
utilidade (pt) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
utilidadão | utilidadões |
utilidade (pt) θηλυκό