utiligante

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

utiligante < util- + -ig- + -ant- + -e

Επίρρημα[επεξεργασία]

utiligante (eo)

li tradukis la tekston utiligante esperanton kiel ponto-lingvo, μετέφρασε το κείμενο χρησιμοποιώντας την εσπεράντο ως γέφυρα μεταξύ των γλωσσών (βοηθητική γλώσσα)