Μετάβαση στο περιεχόμενο

utilisation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
utilisation utilisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

utilisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]