utilise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας utilise
γ΄ ενικό ενεστώτα utilises
αόριστος utilised
παθητική μετοχή utilised
ενεργητική μετοχή utilising

utilise (en)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • utilize (αμερικανική, οξφορδιανή γραφή)