utilise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | utilise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | utilises |
αόριστος | utilised |
παθητική μετοχή | utilised |
ενεργητική μετοχή | utilising |
Ρήμα
[επεξεργασία]utilise (en)
- (βρετανική, μη οξφορδιανή γραφή) αξιοποιώ
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- utilize (αμερικανική, οξφορδιανή γραφή)