utilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /y.ti.li.te/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
utilité | utilités |
utilité (fr) θηλυκό
- η χρησιμότητα
- η ωφέλεια
ενικός | πληθυντικός |
utilité | utilités |
utilité (fr) θηλυκό