utilitate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
utilitate (ro) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του utilitate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o utilitate | utilitatea | nişte utilități | utilitățile |
γενική | a unei utilități | utilității | a unor utilități | utilităților |
δοτική | a unei utilități | utilității | a unor utilități | utilităților |
αιτιατική | o utilitate | utilitatea | nişte utilități | utilitățile |
κλητική | — | - | — | - |