utter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

utter (en) (χωρίς παραθετικά)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας utter
γ΄ ενικό ενεστώτα utters
αόριστος uttered
παθητική μετοχή uttered
ενεργητική μετοχή uttering

utter (en)

  • (επίσημο) λέω, προφέρω, εκφέρω, διατυπώνω προφορικά μια λέξη ή φράση
    The last words she uttered
    Οι τελευταίες λέξεις που είπε
    He did not utter a word all evening.
    Δεν πρόφερε λέξη όλο το βράδυ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tell

Πηγές[επεξεργασία]