utter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
utter (en) (χωρίς παραθετικά)
- απόλυτος, -η, -ο
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | utter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | utters |
αόριστος | uttered |
παθητική μετοχή | uttered |
ενεργητική μετοχή | uttering |
utter (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- utter (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 495-497, 755. ISBN 9780194325684., λήμμα: λέ(γ)ω, προφέρω