uzantnomo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uzantnomo | uzantnomoj |
αιτιατική | uzantnomon | uzantnomojn |
uzantnomo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | uzantnomo | uzantnomoj |
αιτιατική | uzantnomon | uzantnomojn |
uzantnomo (eo)