uzo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική uzo uzoj
αιτιατική uzon uzojn

Ετυμολογία [επεξεργασία]

uzo < uz + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

uzo (eo)



Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

uzo < άμεσο δάνειο από τη νέα ελληνική ούζο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /uˈzɔ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: u‐zo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

uzo (tr)

Κλίση[επεξεργασία]