uzun

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

uzun < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική اوزون (uzun) < πρωτοτουρκική *uŕïn

Επίθετο[επεξεργασία]

uzun (tr)

  1. μακρύς
    yol uzun - ο δρόμος είναι μακρύς
  2. ψηλός

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • uzun - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν