uzun
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- uzun < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική اوزون (uzun) < πρωτοτουρκική *uŕïn
Επίθετο
[επεξεργασία]uzun (tr)
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- uzun - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν