végétarisme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
végétarisme < (άμεσο δάνειο) γαλλική vegetarianism. Μορφολογικά αναλύεται σε végétar(ien) + -isme

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ve.ʒe.ta.ʁism/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
végétarisme végétarismes

végétarisme (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]