vénère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
vénère (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (verlan) (οικείο) εκνευρισμένος, τσατισμένος, θυμωμένος
- {[eg}} Je comprends que tu sois vénère. - Καταλαβαίνω ότι είσαι τσατισμένος.