vénalité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vénalité (fr) θηλυκό
- το ξεπούλημα ενός αγαθού, μιας υπηρεσίας, κλπ., για ανήθικους λόγους
- ο χαρακτήρας ενός τέτοιου ανθρώπου