vêlage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vêlage vêlages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

vêlage (fr) αρσενικό

  1. ο τοκετός μιας αγελάδας
     συνώνυμα: vêlement
  2. (γεωγραφία) γκρέμισμα ενός μεγάλου τμήματος παγετώνα που προκαλεί τη δημιουργία παγόβουνων

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη vêler