vêlage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vêlage | vêlages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vêlage (fr) αρσενικό
- ο τοκετός μιας αγελάδας
- (γεωγραφία) γκρέμισμα ενός μεγάλου τμήματος παγετώνα που προκαλεί τη δημιουργία παγόβουνων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη vêler