Μετάβαση στο περιεχόμενο

východ

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

východ (cs) αρσενικό

  1. η έξοδος ενός κτιρίου
  2. η ανατολή



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

východ (sk) αρσενικό

  1. η έξοδος
  2. η ανατολή (κατεύθυνση, ηλίου κτλ.)
    (επίρρημα) na východ od (+γενική) = ανατολικά από κτ

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]