vacance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.kɑ̃s/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vacance vacances

vacance (fr) θηλυκό

  1. η κενότητα μιας θέσης
  2. (στον πληθυντικό) οι διακοπές