Μετάβαση στο περιεχόμενο

vacancy

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
vacancy vacancies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vacancy (en)

  • το κενό, η κενή θέση
      there are many vacancies in education
    υπάρχουν πολλά κενά στην εκπαίδευση