Μετάβαση στο περιεχόμενο

vacanza

Από Βικιλεξικό
vacanza < vacante από το ρήμα vacare < λατινική vacãre

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vacanza vacanze

vacanza (it)