vacation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /veɪˈkeɪʃn/ ή /veɪˈkeɪʃən/ (ΗΠΑ)
- Audio (US)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vacation (en)
- (ΗΠΑ) οι διακοπές
- (ΗΠΑ) (νομική) η ακύρωση, η κατάργηση, η ανάκληση
- ≈ συνώνυμα: annulment , revocation
- η ενέργεια του ρήματος vacate: η εκκένωση, το να φεύγεις από κάπου και να αφήνεις ένα χώρο κενό, διαθέσιμο
- The Conservative Party’s vacation of the centre ground gave an opportunity to its opponents.
- η περίοδος των διακοπών για τα δικαστήρια και τα πανεπιστήμια
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο οι διακοπές αποδίδονται με τον όρο holiday. Στις ΗΠΑ ο όρος holiday κανονικά σημαίνει μία μόνο ημέρα. Π.χ, many companies give two holiday days at Thanksgiving.
Στον Καναδά και την Αυστραλία, χρησιμοποιούνται και οι δύο όροι vacation και holiday για να αποδώσουν την έννοια των διακοπών.
Ο τελευταίος ορισμός ισχύει για όλο τον αγγλόφωνο κόσμο.
Ρήμα[επεξεργασία]
vacation (en)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.ka.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vacation | vacations |
vacation (fr) θηλυκό
- ο χρόνος που αφιερώνεται από τη δικαιοσύνη, από τους εμπειρογνώμονες, στη μελέτη μιας υπόθεσης ή την εκτέλεση μιας πράξης
- (κατ' επέκταση) ο περιορισμένος χρόνος κατά τον οποίο κάποιος αναλαμβάνει, σαν αντικαταστάτης, την εκπλήρωση μιας λειτουργίας ή ενός καθήκοντος