vacations
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
vacations (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
vacations (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.ka.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vacations (fr) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- ο μισθός ενός εμπειρογνώμονα ή ενός υπαλλήλου υπουργείου
- οι διακοπές των δικαστηρίων