vacca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vacca | vacche |
vacca (it) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) αγελάδα
- πόρνη
- (υποτιμητικά) τα περιττά κιλά σε μια γυναικά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vacca (la)