Μετάβαση στο περιεχόμενο

vaccine

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
vaccine vaccines

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vaccine (en)

  • το εμβόλιο
      a typhoid/cholera/tetanus vaccine - αντιτυφικό/αντιχολερικό/αντιτετανικό εμβόλιο

Σύνθετα

[επεξεργασία]