vaccine
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vaccine | vaccines |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vaccine (en)
- το εμβόλιο
- ⮡ a typhoid/cholera/tetanus vaccine - αντιτυφικό/αντιχολερικό/αντιτετανικό εμβόλιο
ενικός | πληθυντικός |
vaccine | vaccines |
vaccine (en)