vaccino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vaccino (it)
- (ζωολογία) εμβόλιο ζώων
- εμβόλιο, φαρμακευτικά παρασκευάσματα που παράγονται από βακτήρια ή ιούς, ή τοξίνες , χορηγείται με ένεση στο σώμα και παράγει ειδικά αντισώματα που εξασφαλίζουν την ασυλία του οργανισμού.
- κάθε ουσία που μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάσταση ασυλίας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vaccino < σανκριτική vacca
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vaccino (la)