vacher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vacher | vachers |
θηλυκό | vachère | vachères |
vacher (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vacher | vachers |
θηλυκό | vachère | vachères |
vacher (fr) αρσενικό