vacherie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vacherie | vacheries |
vacherie (fr) θηλυκό
- ο στάβλος των αγελάδων
- (μεταφορικά)
- (παρωχημένο) η πλαδαρότητα
- κακή πράξη ή κακός λόγος, γαϊδουριά
- κάτι το δυσάρεστο, άδικο ή κουραστικό, η χοντράδα
- η κακία