vacillant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vacillant | vacillants |
θηλυκό | vacillante | vacillantes |
vacillant (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη vaciller