vacuum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vacuum (en)
- το κενό
- η ηλεκτρική σκούπα
- (φυσική) το κενό (χώρος χωρίς ύλη)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- power vacuum: το κενό εξουσίας
- vacuum bottle ή vacuum flask: θερμός
- vacuum brake: τροχοπέδη κενού
- vacuum cleaner: ηλεκτρική σκούπα
- vacuum gauge: μετρητής κενού
- vacuum pump: αναρροφητική ηλεκτρική σκούπα
- vacuum tube: λυχνία ηλεκτρονική
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- vacuum-packed: συσκευασμένος εν κενώ
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vacuum < vacue-facio= κενώ γ΄ συζ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vacuum (la)
- κενό, άνευ κυρίου, αδέσποτο, χηρεύων
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- vacuum re ή ab re έρημος, γυμνός από κάτι
- vacuum animus, νους αππαλαγμένος από φροντίδες
- vacuum aures, μτφ. αυτιά αναπεπταμένα
- vacuum civitas, πόλη σχολάζουσα, χωρίς πόλεμο
- vacuum equus, ίππος χωρίς αναβάτη
- vacuum in vacuum, σε αδέσποτο κτήμα (νομ. όρος)
- vacuum mulier, άγαμος, χωρίς συζυγο
- vacuum oppidium, πόλη χωρίς φυλακή
- vacuum provincia, επαρχία χηρεύουσα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- a tributis, ελεύθερος, χωρίς δασμούς
- «domum-am iacio novis nupitis (novo matrimonio), την οικίαν αδειάζω ή ανδρός ή γυναικός (για σύναψη νέου γάμου) νομ. όρος.