vacuum cleaner
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vacuum cleaner | vacuum cleaners |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]vacuum cleaner (en)
ενικός | πληθυντικός |
vacuum cleaner | vacuum cleaners |
vacuum cleaner (en)