vagabondo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- vagabondo < λατινικό "vagans in pontem" (αυτός που τριγυρνάει στα γιοφύρια)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]vagabondo (it)
vagabondo (it)