vagabundo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vagabundo | vagabundos |
vagabundo (pt)αρσενικό
- ο αλήτης
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vagabundo | vagabundos |
vagabundo (pt)αρσενικό