vaginal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
vaginal (en)
- κολπικός, που αναφέρεται στον γυναικείο κόλπο
- ↪ vaginal delivery: φυσιολογικός (κολπικός) τοκετός, σε αντίθεση προς την καισαρική τομή
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vaginal | vaginals |
θηλυκό | vaginale | vaginales |
vaginal (fr)