vagissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.ʒis.mɑ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vagissement vagissements

vagissement (fr) αρσενικό

  1. το κλαψούρισμα του νεογέννητου μωρού
  2. ελαφριά παραπονιάρικη φωνή ορισμένων ζώων