vagissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.ʒis.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vagissement | vagissements |
vagissement (fr) αρσενικό
- το κλαψούρισμα του νεογέννητου μωρού
- ελαφριά παραπονιάρικη φωνή ορισμένων ζώων