vaillance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vaillance | vaillances |
vaillance (fr) θηλυκό
- (λόγιο) η ανδρεία, η γενναιότητα
- η ανδρεία, το κουράγιο κάποιου που δεν φοβάται τη δουλειά, τις δυσκολίες ή τον πόνο, η λεβεντιά