vaisselier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vɛ.sə.lje/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vaisselier vaisseliers

vaisselier (fr) αρσενικό