vaisselier
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| vaisselier | vaisseliers |
vaisselier (fr) αρσενικό
| ενικός | πληθυντικός |
| vaisselier | vaisseliers |
vaisselier (fr) αρσενικό