Μετάβαση στο περιεχόμενο

vajíčko

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vajíčko (cs) ουδέτερο

  1. υποκοριστικό για το: vejce, αβγουλάκι
  2. το ωάριο