valida
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valida | validaj |
αιτιατική | validan | validajn |
valida (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | valida | validaj |
αιτιατική | validan | validajn |
valida (eo)