vamp
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vamp < (άμεσο δάνειο) γαλλική vamp < vampire
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vamp | vamps |
vamp (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
vamp | vamps |
vamp (fr) θηλυκό