Μετάβαση στο περιεχόμενο

vamp

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vamp < (άμεσο δάνειο) γαλλική vamp < vampire

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vamp vamps

vamp (fr) θηλυκό