vanillisme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vanillisme | vanillismes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
vanillisme (fr) αρσενικό
- ελαφρά δηλητηρίαση που προκαλείται από την επαφή ή την κατάποση βανίλιας
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη vanille