vantardise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- vantardise < vantard
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vantardise | vantardises |
vantardise (fr) θηλυκό
- η καυχησιολογία, η αλαζονεία