vantardise
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- vantardise < vantard
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vantardise | vantardises |
vantardise (fr) θηλυκό
- η καυχησιολογία, η αλαζονεία
ενικός | πληθυντικός |
vantardise | vantardises |
vantardise (fr) θηλυκό