vaquer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

vaquer < λατινική vacare (είμαι κενός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.ke/

Ρήμα[επεξεργασία]

vaquer (fr)

  1. παραμένω κενός (λέγεται για μια θέση, κ.λπ.)
    Ce poste vaque par la mort de son précédent occupant. : αυτή η θέση παραμένει κενή μετά το θάνατο αυτού που την κατείχε.
  2. αργώ (για τα δικαστήρια, όταν σταματούν για κάποιο χρονικό διάστημα)
    Les Cours d'appel vaquent. : τα εφετεία αργούν (έχουν διακοπές).

vaquer à  :

  • ασχολούμαι με κάτι
    Il vaque à ses occupations. : ασχολείται με τα καθήκοντά του.

Συγγενικά[επεξεργασία]