variant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvɛəɹi.ənt/ και /ˈvæɹi.ənt/
Επίθετο[επεξεργασία]
variant (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
variant (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- variant < varier
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | variant | variants |
θηλυκό | variante | variantes |
variant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
variant (fr)