Μετάβαση στο περιεχόμενο

varice

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
varice varices

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

varice (fr) θηλυκό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]