variegated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈveəɹɪəˌɡeɪtɪd/ & /ˈvæɹi.əˌɡeɪtɪd/
Επίθετο[επεξεργασία]
variegated (en)
- με κάποιο μοτίβο (όπως, διάστικτος, με στίγματα)