varmega
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varmega | varmegaj |
αιτιατική | varmegan | varmegajn |
varmega (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varmega | varmegaj |
αιτιατική | varmegan | varmegajn |
varmega (eo)