varmo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varmo | varmoj |
αιτιατική | varmon | varmojn |
varmo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | varmo | varmoj |
αιτιατική | varmon | varmojn |
varmo (eo)