Μετάβαση στο περιεχόμενο

vatan

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vatan < (άμεσο δάνειο) αραβική وطن (waṭan)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vatan (tr)