vaticiner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /va.ti.si.ne/

Ρήμα[επεξεργασία]

vaticiner (fr)

  1. (λόγιο) προφητεύω
  2. (ειρωνικό) εκφράζομαι σαν Πυθία, σε προφητικό τόνο