vaticiner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.ti.si.ne/
Ρήμα[επεξεργασία]
vaticiner (fr)
- (λόγιο) προφητεύω
- (ειρωνικό) εκφράζομαι σαν Πυθία, σε προφητικό τόνο
vaticiner (fr)