vault
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παλαιά γαλλική volter < λατινική volvere
- γαλλική voûte < παλαιά γαλλική voute < λατινική voluta < ουσιαστικοποιημένη μετοχή του volvere
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα 1[επεξεργασία]
vault (en)
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
vault (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
vault (en)
- μία αψιδωτή οροφή
- ο ουράνιος θόλος
- 1985, God said, ‘Let there be a vault through the middle of the waters to divide the waters in two.’ — Genesis 1:6 (New Jerusalem Bible)
- ένας κλειστός χώρος με αψιδωτή οροφή, ιδιαίτερα ένας υπόγειος χώρος που χρησιμοποιείται ως θησαυροφυλάκιο, τάφος, κελάρι κ.λπ.