vautour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
vautour | vautours |
vautour (fr) αρσενικό
- (πτηνό) o γύπας
- (μεταφορικά) ο άρπαγας